Για μιαν
ακόμη χρονιά οι Ανατολικές και οι Δυτικές Χριστιανικές Εκκλησίες γιορτάζουν
φέτος το Χριστιανικό Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Πολλοί μάλιστα είναι
εκείνοι που πιστεύουν ότι η διαφορά αυτή βασίζεται σε θρησκευτικούς και
δογματικούς λόγους αν και κάτι τέτοιο δεν αληθεύει, αφού η πραγματική διαφορά
στον εορτασμό του Πάσχα έχει να κάνει με την αστρονομία και τα ημερολόγια και
όχι με τη θρησκεία αυτή καθ' εαυτή! Άλλωστε, στους πρώτους τρεις αιώνες της
χριστιανοσύνης οι διάφορες εκκλησίες γιόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικές
ημερομηνίες. Άλλες μεν, κατά το παράδειγμα των αποστόλων Ιωάννη και Παύλου,
κατά την ημέρα του θανάτου του Χριστού την 14η του Εβραϊκού μηνός Νισάν, μία
δηλαδή ημέρα πριν από τη γιορτή του Εβραϊκού Πάσχα και σε οποιαδήποτε ημέρα
της εβδομάδας και αν αυτή συνέπιπτε, άλλες δε πάντοτε κατά την Κυριακή που
έπονταν της πρώτης εαρινής πανσελήνου.
Λόγω των
διαφορών αυτών στον εορτασμό του Πάσχα από τις διάφορες εκκλησίες η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος, που συνεκλήθη στη Νίκαια της Βιθυνίας από το Μέγα Κωνσταντίνο
το 325 μ.Χ., θέσπισε τα του προσδιορισμού της εορτής του Πάσχα με μία
εγκύκλιο επιστολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όπου εκτίθετο ο γνωστός από τότε
ως «Όρος της Νίκαιας». Σύμφωνα μ' αυτόν το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την
Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, ενώ αν η πανσέληνος συμβεί
Κυριακή τότε θα πρέπει να εορτάζεται την επομένη Κυριακή (προκειμένου να μην
συμπέσει με τον εορτασμό του Εβραϊκού Πάσχα). Ο εορτασμός του Πάσχα λοιπόν
συνδέθηκε άμεσα με την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης.
Όπως άλλωστε αναφέρει και στη διδακτορική του διατριβή (1982) ο σημερινός
Μακαριότατος αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος «...
αξιοσημείωτον τυγχάνει το γεγονός ότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, θελήσασα να
ορίση την ημέραν εορτασμού του Πάσχα, δεν ώρισε μήνας και ημέρας του
Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλ' έθετο ως σταθεράν βάσιν του υπολογισμού την
εαρινήν ισημερίαν, δηλ. ώρισε τα κατά τον εορτασμόν ουχί ημερομηνιακώς, αλλ'
αστρονομικώς, και τούτο διότι το κανονικώς ενδιαφέρον δεν είναι η ημερομηνία,
αλλ' η ισημερία». Το όλο θέμα δηλαδή είναι πλέον, με βάση τον Όρο της
Νίκαιας, ένα καθαρά αστρονομικό-μαθηματικό πρόβλημα, γι' αυτό και η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος λόγω της ακμής της αστρονομίας και των μαθηματικών στην
Αλεξάνδρεια, ανέθετε στον εκάστοτε Πατριάρχη Αλεξάνδρειας, με ειδικές
«πασχάλιες επιστολές», να γνωστοποιεί κάθε χρόνο στις άλλες εκκλησίες την
ημέρα του Πάσχα, αφού πρώτα υπολογιστεί με τη βοήθεια των αστρονόμων της
Αλεξάνδρειας η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου.
Το
Ημερολόγιο
Το
ημερολόγιο που ίσχυε την εποχή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ήταν το Ιουλιανό,
το οποίο είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρ (101-44 π.Χ.) το 44 π.Χ. με τη
βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη από την Αλεξάνδρεια. Αλλά το Ιουλιανό
Ημερολόγιο δεν ήταν τέλειο, αφού κάθε έτος του ήταν μεγαλύτερο του
πραγματικού κατά 0,0078 της ημέρας, δηλαδή κατά 11 λεπτά και 13 περίπου
δευτερόλεπτα, χρόνος που εκ πρώτης όψεως φαίνεται σχεδόν ασήμαντος. Κάθε
τέσσερα, όμως, χρόνια το μικρό αυτό λάθος διευρυνόταν στα 45 λεπτά περίπου
και κάθε 129 χρόνια έφτανε την μία ολόκληρη ημέρα. Το λάθος όμως των 11,
περίπου, λεπτών του Ιουλιανού Ημερολογίου συσσωρευόταν κάθε χρόνο και η
εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν όλο και πιο ενωρίς. Έτσι, ενώ την εποχή του
Χριστού η εαρινή ισημερία συνέβαινε στις 23 Μαρτίου, το 325 μ.Χ. συνέβη στις
21 Μαρτίου. Το 1582 μ.Χ. είχε φτάσει να συμβαίνει στις 10 Μαρτίου, γεγονός
που δημιουργούσε προβλήματα στον ακριβή καθορισμό του εορτασμού του
Χριστιανικού Πάσχα σύμφωνα με τον Όρο της Νίκαιας, που είχε θεσπίσει η Α΄
Oικουμενική Σύνοδος.
Το 1572,
τη χρονιά που εξελέγη πάπας ο Γρηγόριος ΙΓ', ο ιησουΐτης αστρονόμος
Χριστόφορος Κλάβιους, με τη βοήθεια του αστρονόμου Λουίτζι Λίλιο,
επεξεργάστηκε την παπική βούλα της ημερολογιακής μεταρρύθμισης, η οποία
δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1582. Με τη μεταρρύθμιση αυτή η 5η Οκτωβρίου
1582 ονομάστηκε 15η Οκτωβρίου, προκειμένου να διορθωθεί το λάθος των 10
ημερών, που είχε συσσωρευτεί στους προηγούμενους 11 αιώνες και για να
επιστρέψει η εαρινή ισημερία στην 21η Μαρτίου, όπως ήταν κατά την Α΄
Οικουμενική Σύνοδο. Για να μην επαναληφθεί λοιπόν το λάθος του Ιουλιανού
Ημερολογίου, ο Λίλιο όρισε ότι δίσεκτα θα είναι τα έτη όπου ο αριθμός τους
διαιρείται με το 4, εξαιρουμένων των «επαιωνίων», τα έτη δηλαδή των αιώνων,
από τα οποία όριζε ως δίσεκτα μόνον όσα ο αριθμός τους διαιρείται επακριβώς
με το 4. Με αυτήν την τροποποίηση το έτος 1900 δεν ήταν δίσεκτο, ενώ αντίθετα
το επαιώνιο έτος 2000 ήταν. Μ' αυτόν τον τρόπο διορθώνουμε το λάθος των τριών
ημερών, παραμένει όμως ένα λάθος τριών περίπου ωρών κάθε 400 χρόνια, το οποίο
θα συσσωρευτεί σε μία περίπου ημέρα μετά την πάροδο 4.000 περίπου ετών.
Η
Ημερολογιακή Μεταρρύθμιση
Η ελληνική
πολιτεία ανακίνησε το ημερολογιακό θέμα το 1919, οπότε μετά από γνωμάτευση
μιας ειδικής επιτροπής η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε παμψηφεί ότι: «? η μεταβολή
του Ιουλιανού Ημερολογίου μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς
λόγους δύναται να γίνει... εάν δε η πολιτεία μη ελπίζουσα τελείαν
αποπεράτωσιν του νέου επιστημονικού ημερολογίου, αισθανομένη δε αυξανούσας
τας δυσχερείας τας σχετικάς, εφ' όσον και τα όμορα κράτη εδέχθησαν το
γρηγοριανόν, νομίζει ότι δεν δύναται να παραμείνη εις το σήμερον υφιστάμενον
ημερολογιακόν καθεστώς, είναι ελευθέρα να δεχθεί το Γρηγοριανόν, ως ευρωπαίον
ημερολόγιον, της εκκλησίας κρατούσης μέχρι του νέου επιστημονικού
ημερολογίου, το Ιουλιανόν». Πραγματικά η ελληνική πολιτεία με το νομοθετικό
διάταγμα της 18ης Ιανουαρίου 1923, που δημοσιεύτηκε στις 23 Ιανουαρίου,
αντικατέστησε το Ιουλιανό Ημερολόγιο με το Γρηγοριανό και όρισε την έναρξη
της εφαρμογής του τη 16η Φεβρουαρίου 1923, την οποία ονόμασε 1η Μαρτίου.
Αφαιρέθηκαν δηλαδή 13 ημέρες από το έτος 1923, γιατί στις 10 ημέρες λάθους
μεταξύ Γρηγοριανού και Ιουλιανού από το 325 έως το 1582 είχε επέλθει
καθυστέρηση και άλλων τριών ημερών στα περίπου 340 χρόνια που είχαν παρέλθει
από την πρώτη εισαγωγή του Γρηγοριανού Ημερολογίου. Επειδή όμως η Εκκλησία
διατήρησε το Ιουλιανό Ημερολόγιο υπήρξε οξεία αντίδραση του λαού όταν ο
εορτασμός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου δεν συνέπεσε με την Εθνική μας Εορτή
της 25ης Μαρτίου. Έτσι με ομόφωνη και πάλι απόφασή της η Εκκλησία της Ελλάδος
«λαμβάνουσα μέν υπ' όψιν την εκ της διαφοράς του εκκλησιαστικού ημερολογίου
προς το επικρατήσαν ήδη πολιτικόν ημερολόγιον προερχομένην σύγχυσιν παρά τω
λαώ και την εκ ταύτης θρησκευτικήν βλάβην αυτού, ανταποκρινομένη δε εις την
πανταχόθεν εκδηλουμένην επιθυμίαν, αποφασίζει όπως αφομοιώση το εκκλησιαστικό
ημερολόγιον προς το πολιτικόν...». Έτσι από τις 23 Μαρτίου 1924 το εκκλησιαστικό ημερολόγιο συνταυτίστηκε με το πολιτικό, χωρίς
όμως τη μετακίνηση του Πασχαλίου που ακολουθεί και υπολογίζεται, ακόμη και
σήμερα, με βάση το λανθασμένο Ιουλιανό Ημερολόγιο.
Ο
Μετωνικός Κύκλος
Η διαφορά
όμως του εορτασμού του Πάσχα μεταξύ των δυτικών και ανατολικών εκκλησιών δεν
βασίζεται μόνο στο λάθος του Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλά και στον επίσης
ελλιπή Μετωνικό Κύκλο (5ος αιώνας π.Χ.) με τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία
εξακολουθεί να υπολογίζει τις ημερομηνίες των εαρινών πανσελήνων. Γιατί
σύμφωνα με το Σεληνιακό κύκλο του Μέτωνα 19 Ιουλιανά έτη είναι περίπου ίσα με
235 σεληνιακούς συνοδικούς μήνες. Υποτίθεται δηλαδή ότι μετά παρέλευση 19
ετών οι ημερομηνίες των πανσελήνων επαναλαμβάνονται. Αυτό όμως δεν είναι
εντελώς ακριβές.
Επειδή
σήμερα γνωρίζουμε ότι ένας συνοδικός μήνας είναι ίσος με 29,530588 ημέρες οι
235 μήνες του Μετωνικού Κύκλου μας κάνουν 6.939,688180 ημέρες. Γνωρίζουμε
επίσης ότι το τροπικό (ηλιακό) έτος έχει διάρκεια 365,242199 ημέρες, που
σημαίνει ότι στα 19 έτη του Μετωνικού Κύκλου θα έχουμε 6.939,601781 ημέρες.
Ανάμεσα στους 235 συνοδικούς μήνες και τα 19 τροπικά έτη υπάρχει μια διαφορά
λοιπόν 0,086399 της ημέρας ή 2 ώρες 4 λεπτά και 24,8736 δευτερόλεπτα σε κάθε
19ετή κύκλο.
Με την
πάροδο όμως των ετών τα λάθη αυτά έχουν συσσωρευτεί. Έτσι στις 13 ημέρες της
λανθασμένης Ιουλιανής εαρινής ισημερίας, προστίθεται και το λάθος του 19ετούς
Μετωνικού Κύκλου, το οποίο ανέρχεται σήμερα σε 5 περίπου ημέρες. Η Ελληνική
Ορθόδοξος Εκκλησία, παρ' όλο που όπως είπαμε έχει αποδεχτεί από το 1924 το
νέο Γρηγοριανό Ημερολόγιο για τις ακίνητες εορτές, εξακολουθεί ακόμη και
σήμερα να χρησιμοποιεί το παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο αλλά και τον Κύκλο του
Μέτωνος, για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα.
Αποτέλεσμα
όλων αυτών είναι ότι το Δυτικό Πάσχα εορτάζεται μεταξύ 22ας Μαρτίου και 25ης
Απριλίου, ενώ το Ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται μεταξύ 4ης Απριλίου και 8ης Μαΐου
(π.χ. 1983). Έτσι πολλές φορές αντί να γιορτάζουμε το Πάσχα την πρώτη Κυριακή
μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, εμείς το γιορτάζουμε μετά τη δεύτερη
εαρινή πανσέληνο. Μερικές φορές μάλιστα το γιορτάζουμε τη δεύτερη Κυριακή της
δεύτερης πανσελήνου της άνοιξης, αντί της πρώτης Κυριακής μετά την πρώτη
εαρινή πανσέληνο, που όρισε η Σύνοδος της Νίκαιας.
Έτσι
λοιπόν τα δύο αυτά υπολογιστικά μαθηματικά-αστρονομικά σφάλματα, των 5 ημερών
του Κύκλου του Μέτωνος και των 13 ημερών του Ιουλιανού Ημερολογίου, που
υπεισέρχονται στον υπολογισμό του Ορθόδοξου Χριστιανικού Πάσχα, μας
απομακρύνουν από το γράμμα, αλλά και το πνεύμα του Όρου της Νίκαιας. Είναι
φανερό λοιπόν, ότι ενώ τηρείται η συνοδική διάταξη ως προς το Ιουδαϊκό Πάσχα
(που δεν τηρούν οι δυτικές εκκλησίες), παραβιάζεται εν τούτοις ως προς το
ουσιαστικότερο μέρος της, ως προς την πρώτη δηλαδή Κυριακή μετά την πρώτη
εαρινή πανσέληνο.
|